ἀνομοιογενές

ἀνομοιογενές
ἀνομοιογενής
of different kind
masc/fem voc sg
ἀνομοιογενής
of different kind
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κώδων — και κώδωνας, ο (AM κώδων, ωνος, Μ και κούδων) μεταλλικό κοίλο όργανο, με ανομοιογενές πάχος, σε σχήμα κόλουρου κώνου, που αναδίδει παλμώδη ήχο όταν χτυπά στα τοιχώματά του γλωσσίδι ή ρόπτρο, το κουδούνι (α. «κι ευήχων κωδώνων ρυθμός πληροί τον… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • Γκέρλαχ, Βάλτερ — Walther Gerlach, Μπίμπριχ 1889 – 1979). Γερμανός φυσικός. Μετά τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο Τίμπινγκεν διορίστηκε καθηγητής στη Φρανκφούρτη (1921), στο Τίμπινγκεν (1924) και μετά στο Μόναχο (1929). Έγραψε πολλές μελέτες σχετικά με την οπτική …   Dictionary of Greek

  • δινορεύματα — Ρεύματα που κυκλοφορούν στο εσωτερικό των αγωγών, όταν αυτοί βρεθούν μέσα σε μεταβλητά μαγνητικά πεδία. Τα ρεύματα αυτά οφείλονται στο φαινόμενο της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής και έχουν τέτοια φορά ώστε οι δυνάμεις Λαπλάς που ασκούνται πάνω τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”